-
1 ἐπισκοπέω
A- σκοπήσω Babr. 103.8
: [tense] aor. - εσκεψάμην, later- εσκόπησα Luc.Herm.44
, 59: [tense] pf.ἐπέσκεμμαι Hp.VM14
, Pl.Epin. 990a; also in pass. sense, Arist.Cael. 299a10, PA 692a18:— look upon or at, inspect, observe, ἱστορίας καὶ τἆλλαἔγγραφα Milet.3.155
(ii B.C.) (also in [voice] Med., (iii B.C.), etc.); regard,τἄμ' ἐ. κακά E.Heracl. 869
; of tutelary gods, Θηβαΐας ἐπισκοποῦντ' ἀγυιάς, of Bacchus, S.Ant. 1136 (lyr.);Ἴλιον.. ἐπισκοπεῖ σεμνὸς Ποσειδῶν E.IT 1414
, cf. Ph. 661 (lyr.); ὦΔῆμ', ἐναργῶς ἡ θεός σ' ἐπισκοπεῖ Ar.Eq. 1173
, cf. 1186; also of a ruler,ἐ. τὴν πολιτείαν Pl.R. 506b
, cf. X.Oec.4.6 (so in [voice] Med., θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς observed, Pl.Ly. 207a): folld. by Relat., ἐ. καὶ ἀναμετρήσαντεςὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε Hdt.2.109
;ἐ. πῶς ἔχει Pl. Grg. 451c
;τόδε ἐπίσκεψαι εἴ τι λέγω Id.Phd. 87b
, cf. X.Mem.2.1.22;πότερον.. ἤ.. Pl.R. 518a
;τίς εἴη.. X.Mem.3.2.4
, cf. Smp.1.12; ἐ. μή.. take care lest, Ep.Hebr.12.15.2. visit, ὦ θάνατε, νῦν μ'ἐπίσκεψαι μολών S.Aj. 854
; visit as a friend (ironically), D.9.12; esp. visit the sick, X.Cyr.8.2.25, Mem.3.11.10; of the physician, Hdn.4.2.4:—[voice] Med., D.59.56, Gal.11.2, 14.633:—[voice] Pass., εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην visited not by dreams, i.e. sleepless, A.Ag. 13.3. of a general, inspect, review,τὰς τάξεις X.An.2.3.2
; τὰὅπλα Id.Cyr.6.3.21
, cf. A.Eu. 296.4. consider, reflect, meditate,ὅ τι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώμῃ Isoc.1.41
; also ἐ. ;περί τινος Id.Prt. 348d
, al., Ceb.35.5;ὑπέρ τινος Plb.3.15.2
;σαυτὸν ἐ. ὅστις εἴης X.Mem.4.2.24
;ἐ. τίς.., ποία τις.. Arist.Pol. 1274b32
; πότερον.. ib. 1276b16:—[voice] Med., examine with oneself, meditate, Pl.Phd. 91d;εἰς τὸ ἀληθὲς ἐ. τι Id.Phlb. 61e
, cf. Alex. 219.8, Philem.46:—[voice] Pass., [tense] pf. (v.supr.).5. exercise the office of ἐπίσκοπος, v.l.in 1 Ep.Pet.5.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκοπέω
См. также в других словарях:
επισκοπώ — (AM ἐπισκοπῶ, έω) [επίσκοπος] είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω αρχ. μσν. ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῡ προσώπου Σου, Κύριε») αρχ. 1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek